Greek Meaning of earnest
σοβαρός
Other Greek words related to σοβαρός
- αστείος
- κωμικός
- αστείος
- ειρωνικός
- φαρσικός
- αναποδογυρίζω
- ανέμελος
- αστείο
- Αστείος
- χιουμοριστικό
- υστερικός
- υστερικός
- αστείος, ειρωνικός
- αστειευόμενος
- γατίσιο
- αστείος
- φως
- παιχνιδιάρικος
- παιχνιδιάρικο
- θορυβώδης
- θορυβώδης
- παράλογο
- αντίκα
- τρελός
- επιπόλαιος
- φρίβολος
- ανοησυ
- τρελός
- αστείο
- ανέμελος
- τρελός
- τρελός
- γελοίο
- παιδαριώδης
- Γελοίος
- αφηρημένος
- φωνάζω
- που σκίζει τα πλευρά
- ανόητος
- τρελός
- γαϊδουρινό
- χλιαρός
- ανόητος
- στραβός
- κούκος
- κουκκιδωτός
- ανόητος
- σπασμωδικός
- παράξενος
- Ζάλη
- τρελός
- τρελός
- ανοησία
- δακρύβρεχτος
- κλώνος
- ανόητος
- τρελός
- ασθενής
- περίεργος
- Τρελός
Nearest Words of earnest
- earnest money => προκαταβολή
- earnestful => σοβαρός
- earnestly => ειλικρινά
- earnestness => σοβαρότητα
- earnful => κερδοφόρος
- earning => εισόδημα
- earning per share => Κέρδη ανά μετοχή
- earnings => έσοδα
- earnings before interest taxes depreciation and amortization => κερδοφορία προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων
- earnings report => Έκθεση κερδών
Definitions and Meaning of earnest in English
earnest (n)
something of value given by one person to another to bind a contract
earnest (s)
characterized by a firm and humorless belief in the validity of your opinions
sincerely earnest
not distracted by anything unrelated to the goal
earnest (n.)
Seriousness; reality; fixed determination; eagerness; intentness.
Something given, or a part paid beforehand, as a pledge; pledge; handsel; a token of what is to come.
Something of value given by the buyer to the seller, by way of token or pledge, to bind the bargain and prove the sale.
earnest (a.)
Ardent in the pursuit of an object; eager to obtain or do; zealous with sincerity; with hearty endeavor; heartfelt; fervent; hearty; -- used in a good sense; as, earnest prayers.
Intent; fixed closely; as, earnest attention.
Serious; important.
earnest (v. t.)
To use in earnest.
FAQs About the word earnest
σοβαρός
something of value given by one person to another to bind a contract, characterized by a firm and humorless belief in the validity of your opinions, sincerely e
σοβαρός,επίσημος,πρύμνη,εξαίρετος,τάφος,σκληρός,χωρίς χιούμορ,πρακτικός,σκυθρωπό πρόσωπο,επαγγελματίας
αστείος,κωμικός,αστείος,ειρωνικός,φαρσικός,αναποδογυρίζω,ανέμελος,αστείο,Αστείος,χιουμοριστικό
earner => εισοδηματίας, earned run average => Μέση τιμή αποκτηθέντος πόντου, earned run => Κερδισμένο τρέξιμο, earned => κερδισμένα, earn => κερδίζω,