Greek Meaning of earnestly

ειλικρινά

Other Greek words related to ειλικρινά

Definitions and Meaning of earnestly in English

Wordnet

earnestly (r)

in a serious manner

Webster

earnestly (adv.)

In an earnest manner.

FAQs About the word earnestly

ειλικρινά

in a serious mannerIn an earnest manner.

ειλικρινά,ειλικρινά,ειλικρινά,ανοικτά,απλά,ειλικρινά,άνευ επιφυλάξεων,απότομα,αφελή,φαλακρός

ευγενικά,ευγενικά,διπλωματικά,ευγενικά,διακριτικά,εκτενώς,πολυλογίας,απατηλά,εσφαλμένα,υπεκφυγώντας

earnestful => σοβαρός, earnest money => προκαταβολή, earnest => σοβαρός, earner => εισοδηματίας, earned run average => Μέση τιμή αποκτηθέντος πόντου,