Greek Meaning of earnestly
ειλικρινά
Other Greek words related to ειλικρινά
Nearest Words of earnestly
- earnestness => σοβαρότητα
- earnful => κερδοφόρος
- earning => εισόδημα
- earning per share => Κέρδη ανά μετοχή
- earnings => έσοδα
- earnings before interest taxes depreciation and amortization => κερδοφορία προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων
- earnings report => Έκθεση κερδών
- ear-nose-and-throat doctor => ωτορινολαρυγγολόγος
- earphone => ακουστικά
- earpick => μπατονέτα
Definitions and Meaning of earnestly in English
earnestly (r)
in a serious manner
earnestly (adv.)
In an earnest manner.
FAQs About the word earnestly
ειλικρινά
in a serious mannerIn an earnest manner.
ειλικρινά,ειλικρινά,ειλικρινά,ανοικτά,απλά,ειλικρινά,άνευ επιφυλάξεων,απότομα,αφελή,φαλακρός
ευγενικά,ευγενικά,διπλωματικά,ευγενικά,διακριτικά,εκτενώς,πολυλογίας,απατηλά,εσφαλμένα,υπεκφυγώντας
earnestful => σοβαρός, earnest money => προκαταβολή, earnest => σοβαρός, earner => εισοδηματίας, earned run average => Μέση τιμή αποκτηθέντος πόντου,