Greek Meaning of sappy
δακρύβρεχτος
Other Greek words related to δακρύβρεχτος
- Συναισθηματικός
- απρόσεκτος
- κολλώδης
- Κουτί με σοκολάτες
- αηδής
- τετριμμένος
- σταλαγματιώδης
- ασαφής
- κολλώδες
- ερωτευμένος
- δακρύβρεχτος
- λιγούρης
- χυλώδης
- Σακχαρίνη
- μελό
- Γρανίτα (granita)
- μουσκεμένος
- σούπα
- Ζαχαρωμένος
- ζαχαρώδης
- βρεγμένος
- χαριτωμένος
- ονειρικός
- Καλό αίσθημα
- φρουτώδης
- άνοστος
- Μελοδραματικός
- δακρυσμένος
- σεληνιακός
- νοσταλγικός
- μυθιστορηματικός
- σαπουνόπερας
- σαπουνάδα
- μελό
- συναισθηματικός
- με λαμπερά μάτια
- αφρώδης
- άνοστος
- αδιάφορος
- Υδαρής
Nearest Words of sappy
Definitions and Meaning of sappy in English
sappy (s)
abounding in sap
effusively or insincerely emotional
sappy (superl.)
Abounding with sap; full of sap; juicy; succulent.
Hence, young, not firm; weak, feeble.
Weak in intellect.
Abounding in sap; resembling, or consisting largely of, sapwood.
sappy (a.)
Musty; tainted.
FAQs About the word sappy
δακρύβρεχτος
abounding in sap, effusively or insincerely emotionalAbounding with sap; full of sap; juicy; succulent., Hence, young, not firm; weak, feeble., Weak in intellec
Συναισθηματικός,απρόσεκτος,κολλώδης,Κουτί με σοκολάτες,αηδής,τετριμμένος,σταλαγματιώδης,ασαφής,κολλώδες,ερωτευμένος
κυνικός,ατόφιος,ασυναισθητος,ακατέργαστος,πεισματάρης,Αντιαισθηματικός,σκληρόβραστος,σκληρός
sapporo => Σαππόρο, sappodilla => Σαποτίγια, sapping => υπονομεύω, sappiness => Συναισθηματισμός, sappho => Σαπφώ,