Greek Meaning of partially
εν μέρει
Other Greek words related to εν μέρει
Nearest Words of partially
- partialize => μερικός
- partiality => μεροληψία
- partialist => μεροληπτικός
- partialism => μεροληψία
- partial verdict => Μερική απόφαση
- partial veil => Μερικό πέπλο
- partial tone => Μερικός τόνος
- partial eclipse => Μερική έκλειψη
- partial differential equation => Μερική διαφορική εξίσωση
- partial derivative => Παραγώγος μερικός
Definitions and Meaning of partially in English
partially (r)
to some extent; in some degree; not wholly
partially (adv.)
In part; not totally; as, partially true; the sun partially eclipsed.
In a partial manner; with undue bias of mind; with unjust favor or dislike; as, to judge partially.
FAQs About the word partially
εν μέρει
to some extent; in some degree; not whollyIn part; not totally; as, partially true; the sun partially eclipsed., In a partial manner; with undue bias of mind; w
στα μισά του δρόμου,μερικώς,Αρκετά,μισό,Εν μέρει,ελλιπώς,μέρος,εν μέρει,όμορφος,αρκετά
όλοι,ολοκληρωτικά,ολόκληρος,πλήρως,τέλεια,αρκετά,ολοκληρωτικά,ολοκληρωτικά,εξολοκλήρου,απόλυτα
partialize => μερικός, partiality => μεροληψία, partialist => μεροληπτικός, partialism => μεροληψία, partial verdict => Μερική απόφαση,