Greek Meaning of utterly
ολοκληρωτικά
Other Greek words related to ολοκληρωτικά
- απόλυτα
- όλοι
- ολοκληρωτικά
- ολόκληρος
- ακόμα
- γρήγορος
- πλήρως
- τέλεια
- αρκετά
- διεξοδικά
- ολοκληρωτικά
- εξολοκλήρου
- ως το τέλος
- συνολικά
- наконец
- βασικά
- Καθαρός
- νεκρός
- αρκετά
- ολόκληρος
- ακριβώς
- επίπεδος
- γεμάτος
- θερμότατα
- έξω
- γερά
- καλά
- ευρύ
- προσγειωμένος
- για δίκαιο
- συνολικά
- κομμάτια
- άφθονα
- παντού
- γενικά
- κατηγορηματικά
- κυρίως
- κρύος
- άφθονα
- απολύτως
- γενικά
- γενναιόδωρα
- πολύ
- αναμφίβολα
- σε μεγάλο βαθμό
- κυρίως
- περισσότερο ή λιγότερο
- κυρίως
- συνολικά
- απλός
- κατακόρυφος
- κυρίως
- κυρίως
- κυρίως
- πέτρα
- κρύος σαν πέτρα
- σημαντικά
- από μέσα και έξω
- μέχρι το τέρμα
- ανεπιφύλακτα
- όλος
- κατά μήκος της γραμμής
- κυρίως
- σε κομμάτια
- στο έπακρο
Nearest Words of utterly
Definitions and Meaning of utterly in English
utterly (r)
completely and without qualification; used informally as intensifiers
utterly (adv.)
In an utter manner; to the full extent; fully; totally; as, utterly ruined; it is utterly vain.
FAQs About the word utterly
ολοκληρωτικά
completely and without qualification; used informally as intensifiersIn an utter manner; to the full extent; fully; totally; as, utterly ruined; it is utterly v
απόλυτα,όλοι,ολοκληρωτικά,ολόκληρος,ακόμα,γρήγορος,πλήρως,τέλεια,αρκετά,διεξοδικά
μισό,στα μισά του δρόμου,μόλις,μόνο,εν μέρει,μερικώς,μόλις,ελλιπώς,περιθωριακός,ελάχιστα
utterless => άλαλος, uttering => εκφώνηση, utterest => Άκρο, utterer => ομιλητής, uttered => προφέρεται,