Greek Meaning of predominately
κυρίως
Other Greek words related to κυρίως
- βασικά
- κυρίως
- γενικά
- σε μεγάλο βαθμό
- κυρίως
- κυρίως
- κυρίως
- κυρίως
- κυρίως
- σημαντικά
- απόλυτα
- γενικά
- κατηγορηματικά
- κρύος
- απολύτως
- περισσότερο ή λιγότερο
- συνολικά
- απλός
- άφθονα
- όλοι
- παντού
- συνολικά
- Καθαρός
- ολοκληρωτικά
- άφθονα
- νεκρός
- αρκετά
- ολόκληρος
- ολόκληρος
- ακόμα
- γρήγορος
- επίπεδος
- γεμάτος
- πλήρως
- γενναιόδωρα
- πολύ
- αναμφίβολα
- θερμότατα
- έξω
- τέλεια
- αρκετά
- γερά
- πέτρα
- κρύος σαν πέτρα
- διεξοδικά
- ολοκληρωτικά
- ανεπιφύλακτα
- ολοκληρωτικά
- καλά
- εξολοκλήρου
- ευρύ
Nearest Words of predominately
Definitions and Meaning of predominately in English
predominately
predominantly
FAQs About the word predominately
κυρίως
predominantly
βασικά,κυρίως,γενικά,σε μεγάλο βαθμό,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,σημαντικά
μισό,στα μισά του δρόμου,μόνο,εν μέρει,μερικώς,μόλις,μόλις,ελλιπώς,περιθωριακός,ελάχιστα
predominancy => επικράτηση, predominances => υπεροχές, predispositions => προδιαθέσεις, predisposing => προδιαθετικός, predilections => προτιμήσεις,