Greek Meaning of predominately

κυρίως

Other Greek words related to κυρίως

Definitions and Meaning of predominately in English

predominately

predominantly

FAQs About the word predominately

κυρίως

predominantly

βασικά,κυρίως,γενικά,σε μεγάλο βαθμό,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,σημαντικά

μισό,στα μισά του δρόμου,μόνο,εν μέρει,μερικώς,μόλις,μόλις,ελλιπώς,περιθωριακός,ελάχιστα

predominancy => επικράτηση, predominances => υπεροχές, predispositions => προδιαθέσεις, predisposing => προδιαθετικός, predilections => προτιμήσεις,