Greek Meaning of principally
κυρίως
Other Greek words related to κυρίως
- κυρίως
- σε μεγάλο βαθμό
- κυρίως
- κυρίως
- κυρίως
- κυρίως
- βασικά
- συνήθως
- γενικά
- γενικά
- τα περισσότερα
- συνήθως
- μερικώς
- σημαντικά
- συνήθως
- συνήθως
- περίπου
- συνολικά
- ευρέως
- γενικά
- συχνά
- περισσότερο ή λιγότερο
- πολύς
- σχεδόν
- στο σύνολο
- συνήθως
- συνολικά
- εν μέρει
- πρακτικά
- μάλλον
- περίπου
- μερικά
- Λίγο πολύ
- εικονικώς
- δίπλα
Nearest Words of principally
- principality of monaco => Πριγκιπάτο του Μονακό
- principality of liechtenstein => Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν
- principality of andorra => Πριγκιπάτο της Ανδόρας
- principality => Πριγκιπάτο
- principal sum => κεφάλαιο
- principal investigator => κύριος ερευνητής
- principal diagonal => Κύρια διαγώνιος
- principal axis => Κύριος άξονας
- principal => διευθυντής
- princewood => Ξύλο πρίγκιπα
- principalship => διεύθυνση σχολείου
- principe => πρίγκιπας
- principen => αρχές
- principle => αρχή
- principle of equivalence => Αρχή ισοδυναμίας
- principle of liquid displacement => Αρχή της εκτόπισης υγρών
- principle of parsimony => αρχή της φειδώ
- principle of relativity => Αρχή της σχετικότητας
- principle of superposition => Αρχή της επικάλυψης
- principled => Ευσυνείδητος
Definitions and Meaning of principally in English
principally (r)
for the most part
FAQs About the word principally
κυρίως
for the most part
κυρίως,σε μεγάλο βαθμό,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,βασικά,συνήθως,γενικά,γενικά
ολοκληρωτικά,ολόκληρος,πλήρως,μόνο,τέλεια,διεξοδικά,ολοκληρωτικά,εξολοκλήρου,μόλις,μόλις
principality of monaco => Πριγκιπάτο του Μονακό, principality of liechtenstein => Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν, principality of andorra => Πριγκιπάτο της Ανδόρας, principality => Πριγκιπάτο, principal sum => κεφάλαιο,