Greek Meaning of largely
σε μεγάλο βαθμό
Other Greek words related to σε μεγάλο βαθμό
Nearest Words of largely
- large-leaved magnolia => Μανόλια με μεγάλα φύλλα
- large-leaved cucumber tree => Λίμα φαρμακευτικά με μεγάλα φύλλα
- large-leaved aster => Αστέρι το πλατύφυλλο
- large-leaved => πλατύφυλλος
- large-leafed => μεγαλόφυλλος
- largeleaf holly => Αγριοελιά
- large-hearted => γενναιόδωρος
- large-headed => κεφαλή μεγάλη
- large-handed => πλαταंधροχος
- large-grained => χονδρόκοκκος
- large-minded => Ευρύχωρος
- largemouth => Μπασομπούκα
- largemouth bass => Μπας με μεγάλο στόμα
- largemouth black bass => Μπας Μεγάλου Στόματος
- large-mouthed => πλατύστομος
- largemouthed bass => Black bass
- largemouthed black bass => Μπας με μεγάλο στόμα
- largeness => μέγεθος
- larger => μεγαλύτερος
- larger-than-life => Μεγαλύτερος από τη ζωή
Definitions and Meaning of largely in English
largely (r)
in large part; mainly or chiefly
on a large scale
largely (adv.)
In a large manner.
FAQs About the word largely
σε μεγάλο βαθμό
in large part; mainly or chiefly, on a large scaleIn a large manner.
βασικά,κυρίως,γενικά,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,κυρίως,συνήθως,γενικά
ολοκληρωτικά,ολόκληρος,πλήρως,μόνο,τέλεια,διεξοδικά,ολοκληρωτικά,εξολοκλήρου,απόλυτα,μόλις
large-leaved magnolia => Μανόλια με μεγάλα φύλλα, large-leaved cucumber tree => Λίμα φαρμακευτικά με μεγάλα φύλλα, large-leaved aster => Αστέρι το πλατύφυλλο, large-leaved => πλατύφυλλος, large-leafed => μεγαλόφυλλος,