Greek Meaning of large-leaved aster
Αστέρι το πλατύφυλλο
Other Greek words related to Αστέρι το πλατύφυλλο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of large-leaved aster
- large-leaved => πλατύφυλλος
- large-leafed => μεγαλόφυλλος
- largeleaf holly => Αγριοελιά
- large-hearted => γενναιόδωρος
- large-headed => κεφαλή μεγάλη
- large-handed => πλαταंधροχος
- large-grained => χονδρόκοκκος
- large-flowering magnolia => Μαγνόλια με μεγάλα άνθη
- large-flowered fiddleneck => Μεγαλόλουστο λουλούδι με σχήμα βιολιού
- large-flowered calamint => Κρασούλα με μεγάλα άνθη
- large-leaved cucumber tree => Λίμα φαρμακευτικά με μεγάλα φύλλα
- large-leaved magnolia => Μανόλια με μεγάλα φύλλα
- largely => σε μεγάλο βαθμό
- large-minded => Ευρύχωρος
- largemouth => Μπασομπούκα
- largemouth bass => Μπας με μεγάλο στόμα
- largemouth black bass => Μπας Μεγάλου Στόματος
- large-mouthed => πλατύστομος
- largemouthed bass => Black bass
- largemouthed black bass => Μπας με μεγάλο στόμα
Definitions and Meaning of large-leaved aster in English
large-leaved aster (n)
tufted perennial wood aster of North America; naturalized in Europe
FAQs About the word large-leaved aster
Αστέρι το πλατύφυλλο
tufted perennial wood aster of North America; naturalized in Europe
No synonyms found.
No antonyms found.
large-leaved => πλατύφυλλος, large-leafed => μεγαλόφυλλος, largeleaf holly => Αγριοελιά, large-hearted => γενναιόδωρος, large-headed => κεφαλή μεγάλη,