Greek Meaning of large-hearted

γενναιόδωρος

Other Greek words related to γενναιόδωρος

Definitions and Meaning of large-hearted in English

Wordnet

large-hearted (s)

showing or motivated by sympathy and understanding and generosity

Webster

large-hearted (a.)

Having a large or generous heart or disposition; noble; liberal.

FAQs About the word large-hearted

γενναιόδωρος

showing or motivated by sympathy and understanding and generosityHaving a large or generous heart or disposition; noble; liberal.

αλτρουιστικός,φιλάνθρωπος,μεγάλος,μεγαλόκαρδος,φιλόξενος,ανθρωπιστικός,γενναιόδωρος,ειλικρινής,φιλανθρωπικός,συμπαθής

φτηνός,κοντά,τσιγκούνης,Δυσκοιλιότητα,Αντιφιλελεύθερος,μέση τιμή,τσιγκούνης,φειδωλός,φειδωλός,άπορος

large-headed => κεφαλή μεγάλη, large-handed => πλαταंधροχος, large-grained => χονδρόκοκκος, large-flowering magnolia => Μαγνόλια με μεγάλα άνθη, large-flowered fiddleneck => Μεγαλόλουστο λουλούδι με σχήμα βιολιού,