Greek Meaning of large-hearted
γενναιόδωρος
Other Greek words related to γενναιόδωρος
- αλτρουιστικός
- φιλάνθρωπος
- μεγάλος
- μεγαλόκαρδος
- φιλόξενος
- ανθρωπιστικός
- γενναιόδωρος
- ειλικρινής
- φιλανθρωπικός
- συμπαθής
- Ευεργετικός
- συμπονετικός
- Καλοκάγαθος
- όμορφος
- ευγενικός
- παρακαλώ
- σπάταλος
- φιλανθρωπικός
- μεγαλόψυχος
- άφθονα
- άφθονος
- φιλανθρωπικός
- εξωφρενικός
- δωρεάν
- γενναιόδωρος
- αφθονη
- γενναιόδωρος
- φιλελεύθερος
- γενναιόδωρος
- υπερβολικά γενναιόδωρος
- άφθονος
- Σαμαρείτης
- ανιδιοτελής
- αμείλικτος
- ακούραστος
- φτηνός
- κοντά
- τσιγκούνης
- Δυσκοιλιότητα
- Αντιφιλελεύθερος
- μέση τιμή
- τσιγκούνης
- φειδωλός
- φειδωλός
- άπορος
- ασήμαντος
- εγωιστής
- μικρός
- τσιγκούνης
- σφιχτός
- αναίσθητος
- αγενής
- φιλάργυρος
- πρόθυμος
- επιφυλακτικός
- άπληστος
- επιθυμητός
- λιτός
- φειδωλός
- αρπακτικό
- εφεδρικό
- οικονομικός
- φειδωλός
- φειδωλός
- αποκτηστικός
- απρόθυμα
- φθονερός
- αρπαγή
- απρόθυμος
- λαίμαργος
- φαγούρα
- μισθοφόρος
- αγανακτισμένος
- φειδωλός
- λαχτάρα
Nearest Words of large-hearted
- large-headed => κεφαλή μεγάλη
- large-handed => πλαταंधροχος
- large-grained => χονδρόκοκκος
- large-flowering magnolia => Μαγνόλια με μεγάλα άνθη
- large-flowered fiddleneck => Μεγαλόλουστο λουλούδι με σχήμα βιολιού
- large-flowered calamint => Κρασούλα με μεγάλα άνθη
- large-capitalization => Μεγάλης κεφαλαιοποίησης
- large-capitalisation => μεγάλη κεφαλαιοποίηση
- large-cap => Μεγάλου κεφαλαίου
- large-acred => μεγάλης έκτασης
- largeleaf holly => Αγριοελιά
- large-leafed => μεγαλόφυλλος
- large-leaved => πλατύφυλλος
- large-leaved aster => Αστέρι το πλατύφυλλο
- large-leaved cucumber tree => Λίμα φαρμακευτικά με μεγάλα φύλλα
- large-leaved magnolia => Μανόλια με μεγάλα φύλλα
- largely => σε μεγάλο βαθμό
- large-minded => Ευρύχωρος
- largemouth => Μπασομπούκα
- largemouth bass => Μπας με μεγάλο στόμα
Definitions and Meaning of large-hearted in English
large-hearted (s)
showing or motivated by sympathy and understanding and generosity
large-hearted (a.)
Having a large or generous heart or disposition; noble; liberal.
FAQs About the word large-hearted
γενναιόδωρος
showing or motivated by sympathy and understanding and generosityHaving a large or generous heart or disposition; noble; liberal.
αλτρουιστικός,φιλάνθρωπος,μεγάλος,μεγαλόκαρδος,φιλόξενος,ανθρωπιστικός,γενναιόδωρος,ειλικρινής,φιλανθρωπικός,συμπαθής
φτηνός,κοντά,τσιγκούνης,Δυσκοιλιότητα,Αντιφιλελεύθερος,μέση τιμή,τσιγκούνης,φειδωλός,φειδωλός,άπορος
large-headed => κεφαλή μεγάλη, large-handed => πλαταंधροχος, large-grained => χονδρόκοκκος, large-flowering magnolia => Μαγνόλια με μεγάλα άνθη, large-flowered fiddleneck => Μεγαλόλουστο λουλούδι με σχήμα βιολιού,