Greek Meaning of samaritan
Σαμαρείτης
Other Greek words related to Σαμαρείτης
- αλτρουιστικός
- φιλάνθρωπος
- συμπονετικός
- Καλοκάγαθος
- ανθρωπιστικός
- ευγενικός
- παρακαλώ
- γενναιόδωρος
- φιλανθρωπικός
- συμπαθής
- Ευεργετικός
- μεγάλος
- φιλανθρωπικός
- όμορφος
- φιλόξενος
- φιλελεύθερος
- γενναιόδωρος
- ειλικρινής
- φιλανθρωπικός
- ανιδιοτελής
- μεγαλοκαρδία
- μεγαλόψυχος
- άφθονα
- άφθονος
- εξωφρενικός
- δωρεάν
- Ελεύθερο σκίτσο
- αφθονη
- γενναιόδωρος
- μεγαλόκαρδος
- σπάταλος
- γενναιόδωρος
- υπερβολικά γενναιόδωρος
- άφθονος
- αμείλικτος
- ακούραστος
- φτηνός
- κοντά
- Δυσκοιλιότητα
- λιτός
- μέση τιμή
- τσιγκούνης
- φειδωλός
- φειδωλός
- άπορος
- ασήμαντος
- εγωιστής
- μικρός
- τσιγκούνης
- φειδωλός
- σφιχτός
- αναίσθητος
- αγενής
- φιλάργυρος
- πρόθυμος
- επιφυλακτικός
- τσιγκούνης
- άπληστος
- επιθυμητός
- Αντιφιλελεύθερος
- μισθοφόρος
- φειδωλός
- αρπακτικό
- εφεδρικό
- οικονομικός
- φειδωλός
- αποκτηστικός
- απρόθυμα
- φθονερός
- αρπαγή
- απρόθυμος
- λαίμαργος
- φαγούρα
- αγανακτισμένος
- φειδωλός
- λαχτάρα
Nearest Words of samaritan
Definitions and Meaning of samaritan in English
samaritan (n)
a member of the people inhabiting Samaria in biblical times
samaritan (a.)
Of or pertaining to Samaria, in Palestine.
samaritan (n.)
A native or inhabitant of Samaria; also, the language of Samaria.
FAQs About the word samaritan
Σαμαρείτης
a member of the people inhabiting Samaria in biblical timesOf or pertaining to Samaria, in Palestine., A native or inhabitant of Samaria; also, the language of
αλτρουιστικός,φιλάνθρωπος,συμπονετικός,Καλοκάγαθος,ανθρωπιστικός,ευγενικός,παρακαλώ,γενναιόδωρος,φιλανθρωπικός,συμπαθής
φτηνός,κοντά,Δυσκοιλιότητα,λιτός,μέση τιμή,τσιγκούνης,φειδωλός,φειδωλός,άπορος,ασήμαντος
samaria => Σαμάρεια, samare => φτερωτός καρπός, samarcand => Σαμαρκάνδη, samarang => Σαμαράνγκ, samara => Σαμάρα,