Greek Meaning of grudging

απρόθυμος

Other Greek words related to απρόθυμος

Definitions and Meaning of grudging in English

Wordnet

grudging (s)

of especially an attitude

petty or reluctant in giving or spending

Webster

grudging (p. pr. & vb. n.)

of Grudge

FAQs About the word grudging

απρόθυμος

of especially an attitude, petty or reluctant in giving or spendingof Grudge

απρόθυμα,προσεκτικός,κοντά,άπληστος,οικονομικός,φθονερός,αγανακτισμένος,σφιχτός,πρόθυμος,επιφυλακτικός

αλτρουιστικός,Ευεργετικός,φιλάνθρωπος,εξωφρενικός,δωρεάν,όμορφος,φιλόξενος,ανθρωπιστικός,σπάταλος,γενναιόδωρος

grudger => κακεντρεχής, grudgeons => μνησικακίες, grudgeful => κακόβουλος, grudge => μνησικακία, gruddger => μνησίκακος,