Greek Meaning of scrimping

λιτότητα

Other Greek words related to λιτότητα

Definitions and Meaning of scrimping in English

Webster

scrimping (p. pr. & vb. n.)

of Scrimp

Webster

scrimping ()

a. & n. from Scrimp, v. t.

FAQs About the word scrimping

λιτότητα

of Scrimp, a. & n. from Scrimp, v. t.

διατήρησης,οικονομικός,εξοικονόμηση,αποταμίευση,λιτός,διατηρητέο,προνοητικός,συνετός,οικονομικός,φειδωλός

ανοικονομίδης,σπάταλος,άσωτος,Σπάταλος,σπατάλη,σπάταλος,Μαρμέλος,άφθονος,φιλανθρωπικός,εξωφρενικός

scrimped => τσιγκούνης, scrimp => τσιγκουνιά, scrimmage line => Γραμμή scrimmage, scrimmage => συμπλοκή, scrimer => Ξιφομάχος,