Greek Meaning of foresightful

διορατικός

Other Greek words related to διορατικός

Definitions and Meaning of foresightful in English

Wordnet

foresightful (s)

planning prudently for the future

Webster

foresightful (a.)

Foresighted.

FAQs About the word foresightful

διορατικός

planning prudently for the futureForesighted.

προσεκτικός,συνετός,διορατικός,επιφυλακτικός,άνετος,διακριτικός,διαχωριστικός,Μπροστά,προνοητικός,έξυπνος

απρόσεκτος,απρόσεκτος,απερίσκεπτος,αδιάκριτος,αφρόντιστη,Δερματικό εξάνθημα,ανοικονομίδης,απερίσκεπτος,μυωπικός,ανόητος

foresightedness => πρόβλεψη, foresighted => διορατικός, foresight => διορατικότητα, foreside => πρόσοψη, foreshower => ντους,