Greek Meaning of economizing
εξοικονόμηση
Other Greek words related to εξοικονόμηση
Nearest Words of economizing
- economizer => οικονομητής
- economized => εξοικονομήσει
- economize => εξοικονομώ
- economization => εξοικονόμηση
- economist => οικονομολόγος
- economiser => εξοικονομητής
- economise => εξοικονομώ
- economies => οικονομίες
- economics profession => Οικονομική επάγγελμα
- economics department => Τμήμα Οικονομικών Επιστημών
- economy => Οικονομία
- economy class => Οικονομική θέση
- economy of scale => Οικονομίες κλίμακας
- ecorche => ξεφλουδισμένος
- ecosoc => ECOSOC
- ecosoc commission => Επιτροπή Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων
- ecossaise => εκοσέζ
- ecostate => οικοκράτος
- ecosystem => οικοσύστημα
- ecoterrorism => Οικοτρομοκρατία
Definitions and Meaning of economizing in English
economizing (p. pr. & vb. n.)
of Economize
FAQs About the word economizing
εξοικονόμηση
of Economize
διατήρησης,οικονομικός,αποταμίευση,λιτός,διατηρητέο,προνοητικός,συνετός,λιτότητα,οικονομικός,φειδωλός
ανοικονομίδης,σπάταλος,άσωτος,Σπάταλος,σπάταλος,Μαρμέλος,άφθονος,φιλανθρωπικός,εξωφρενικός,γενναιόδωρος
economizer => οικονομητής, economized => εξοικονομήσει, economize => εξοικονομώ, economization => εξοικονόμηση, economist => οικονομολόγος,