Greek Meaning of economized

εξοικονομήσει

Other Greek words related to εξοικονομήσει

Definitions and Meaning of economized in English

Webster

economized (imp. & p. p.)

of Economize

FAQs About the word economized

εξοικονομήσει

of Economize

συντηρημένο,αποθηκευμένο,γλιτωμένος,φειδωλός,συντηρημένο,διαχειρίζεται,τσιμπημένο,συντηρημένο,τσιγκούνης,φειδωλός

διασκορπισμένος,δαπανηθεί,σπαταλημένος,φυσώ,σπάταλος,έτρεξε μέσα,σπατάλησα,πέταξε,σπαταλημένο (μακριά),δαπάνησα λάθος

economize => εξοικονομώ, economization => εξοικονόμηση, economist => οικονομολόγος, economiser => εξοικονομητής, economise => εξοικονομώ,