Greek Meaning of retrenched
απολυμένος
Other Greek words related to απολυμένος
- κόβω
- μειωμένος
- έπεσε
- Τοίχος
- μειωμένη
- συρρικνώθηκε
- συρρικνώθηκε
- σχισμένος
- μειώθηκε
- συντομευμένος
- συντομευμένο
- ψαλιδισμένο
- στενός
- συμφωνημένο
- περικομμένος
- μειώνω
- βαθούλωμα
- εξαντλημένος
- ελαττωμένος
- ελλιμενισμένο
- συρρικνώθηκε
- ανακουφισμένος
- λιγότερο
- μειωμένος
- τροποποιημένο
- χαραγμένο
- συντομευμένο
- κομμένος
- περικομμένος
- σκαλισμένο
- περικομμένος
- μείωση
- περιορισμένο
- κλαδεμένο
- συμπιεσμένος
- ξεφούσκωτος
- ελαχιστοποιημένος
- μέτριος
- διαμορφωμένο
- κατάλληλος
- Συμπυκνωμένο
- αποκλιμακωμένο
- Μειωμένη
- καταρρίφθηκε
- διασταλμένος
- Διατεταμένος
- επιμήκης
- διευρυμένο
- φουσκωμένο
- εντατικοποιημένος
- επιμήκης
- παρατεταμένος
- παρατεταμένος
- πρησμένος
- προστέθηκε (στο)
- ανατίναξε
- συμπληρωματικός
- ενισχυμένοι
- Ενισχυμένο
- ενισχυμένο
- βελτιωμένο
- διευρυμένο
- επεκταθεί
- ενισχυμένο
- αυξημένος
- ανυψωμένο
- Διπλασιάστηκε
- συμπληρωμένο
- κλιμακωθείς
- μεγαλοποιημένος
Nearest Words of retrenched
Definitions and Meaning of retrenched in English
retrenched (imp. & p. p.)
of Retrench
FAQs About the word retrenched
απολυμένος
of Retrench
κόβω,μειωμένος,έπεσε,Τοίχος,μειωμένη,συρρικνώθηκε,συρρικνώθηκε,σχισμένος,μειώθηκε,συντομευμένος
διασταλμένος,Διατεταμένος,επιμήκης,διευρυμένο,φουσκωμένο,εντατικοποιημένος,επιμήκης,παρατεταμένος,παρατεταμένος,πρησμένος
retrench => απολύω, retreatment => επανεπεξεργασία, retreating => υποχώρηση, retreatful => ολιγόλογος, retreated => υποχώρησε,