Greek Meaning of whittled
σκαλισμένο
Other Greek words related to σκαλισμένο
- ψαλιδισμένο
- κόβω
- έπεσε
- μειωμένος
- Τοίχος
- μειώθηκε
- συντομευμένος
- συντομευμένο
- συμπιεσμένος
- περικομμένος
- μειώνω
- μειωμένος
- βαθούλωμα
- εξαντλημένος
- ελλιμενισμένο
- συρρικνώθηκε
- ανακουφισμένος
- λιγότερο
- χαραγμένο
- μειωμένη
- απολυμένος
- συντομευμένο
- συρρικνώθηκε
- σχισμένος
- κομμένος
- περικομμένος
- Συμπυκνωμένο
- περικομμένος
- μείωση
- περιορισμένο
- κλαδεμένο
- στενός
- συμφωνημένο
- ξεφούσκωτος
- ελαχιστοποιημένος
- μέτριος
- τροποποιημένο
- διαμορφωμένο
- κατάλληλος
- συρρικνώθηκε
- αποκλιμακωμένο
- Μειωμένη
- καταρρίφθηκε
- διασταλμένος
- Διατεταμένος
- επιμήκης
- διευρυμένο
- φουσκωμένο
- επιμήκης
- παρατεταμένος
- πρησμένος
- προστέθηκε (στο)
- συμπληρωματικός
- βελτιωμένο
- επεκταθεί
- ενισχυμένο
- αυξημένος
- εντατικοποιημένος
- παρατεταμένος
- ανατίναξε
- συμπληρωμένο
- ενισχυμένοι
- Ενισχυμένο
- ενισχυμένο
- διευρυμένο
- ανυψωμένο
- Διπλασιάστηκε
- κλιμακωθείς
Nearest Words of whittled
Definitions and Meaning of whittled in English
whittled (imp. & p. p.)
of Whittle
FAQs About the word whittled
σκαλισμένο
of Whittle
ψαλιδισμένο,κόβω,έπεσε,μειωμένος,Τοίχος,μειώθηκε,συντομευμένος,συντομευμένο,συμπιεσμένος,περικομμένος
διασταλμένος,Διατεταμένος,επιμήκης,διευρυμένο,φουσκωμένο,επιμήκης,παρατεταμένος,πρησμένος,προστέθηκε (στο),συμπληρωματικός
whittle down => μειώνω, whittle away => εξαντλώ, whittle => σκαλίζω, whittier => Γουίτερ, whitten tree => Χωριό του Γουίτεν,