Greek Meaning of whittling

Ξυλογλυπτική

Other Greek words related to Ξυλογλυπτική

Definitions and Meaning of whittling in English

Webster

whittling (p. pr. & vb. n.)

of Whittle

FAQs About the word whittling

Ξυλογλυπτική

of Whittle

αποκόμματα,Κοπή,χαμήλωμα,σύντμηση,συντομεύοντας,συμπιέζοντας,συμπύκνωση,φθίνων,βαθούλωμα,εξαντλητικό

εκρήγνυται,διαστολικός,εκτίνω,φουσκώνω,επιμήκυνση,Οίδημα,προσθήκη (προς),παρατείνοντας,συμπληρώνοντας,αυξανόμενος

whittler => μαχαίρι τσέπης, whittled => σκαλισμένο, whittle down => μειώνω, whittle away => εξαντλώ, whittle => σκαλίζω,