Greek Meaning of enlarging

διευρύνων

Other Greek words related to διευρύνων

Definitions and Meaning of enlarging in English

Webster

enlarging (p. pr. & vb. n.)

of Enlarge

FAQs About the word enlarging

διευρύνων

of Enlarge

Επιταχυνόμενος,επεκτεινόμενος,αυξανόμενο,αυξανόμενος,Οίδημα,συσσωρεύοντας,αεροστατική,Ανθηρός,ανθηρός,αναρρίχηση

σύναψη σύμβασης,φθίνων,φθίνων,φθίνουσα,μείωση,υποχωρούσα,φθίνουσα

enlarger => μεγεθυντής, enlargement => διεύρυνση, enlarged heart => Διευρυμένη καρδιά, enlarged => διευρυμένο, enlarge => διευρύνω,