Greek Meaning of enlarging
διευρύνων
Other Greek words related to διευρύνων
- Επιταχυνόμενος
- επεκτεινόμενος
- αυξανόμενο
- αυξανόμενος
- Οίδημα
- συσσωρεύοντας
- αεροστατική
- Ανθηρός
- ανθηρός
- αναρρίχηση
- κλιμακωτή
- κέρδος
- εντατικοποίηση
- τοποθέτηση
- πολλαπλασιαστής
- μανιταριάζω
- πολλαπλασιαζόμενος
- κύλιση
- Χιονόμπαλα
- εξάπλωση
- αποτρίχωση με κερί
- εκτιμώντας
- ακμαίος
- Κατασκευή
- ογκώδης
- διαστελλόμενος
- Ύψος
- φουσκώνω
- άλμα
- κορυφή
- πρήξιμο
- διπλασιασμός
- εκτοξευόμενος
- εκτοξευόμενος
- αυξανόμενη
Nearest Words of enlarging
Definitions and Meaning of enlarging in English
enlarging (p. pr. & vb. n.)
of Enlarge
FAQs About the word enlarging
διευρύνων
of Enlarge
Επιταχυνόμενος,επεκτεινόμενος,αυξανόμενο,αυξανόμενος,Οίδημα,συσσωρεύοντας,αεροστατική,Ανθηρός,ανθηρός,αναρρίχηση
σύναψη σύμβασης,φθίνων,φθίνων,φθίνουσα,μείωση,υποχωρούσα,φθίνουσα
enlarger => μεγεθυντής, enlargement => διεύρυνση, enlarged heart => Διευρυμένη καρδιά, enlarged => διευρυμένο, enlarge => διευρύνω,