Greek Meaning of bulking

ογκώδης

Other Greek words related to ογκώδης

Definitions and Meaning of bulking in English

Webster

bulking (p. pr. & vb. n.)

of Bulk

FAQs About the word bulking

ογκώδης

of Bulk

Επιταχυνόμενος,συσσωρεύοντας,αναρρίχηση,διαστελλόμενος,διευρύνων,κλιμακωτή,επεκτεινόμενος,αυξανόμενο,φουσκώνω,πολλαπλασιαστής

σύναψη σύμβασης,φθίνων,φθίνων,μείωση,υποχωρούσα,συμπιέζοντας,συμπύκνωση,φθίνουσα,συρρίκνωση,φθίνουσα

bulkiness => όγκος, bulkhead => διάφραγμα, bulker => Φορτηγό πλοίο, bulked => ογκώδης, bulk modulus => Πρότυπο όγκου,