Greek Meaning of gaining
κέρδος
Other Greek words related to κέρδος
Nearest Words of gaining
Definitions and Meaning of gaining in English
gaining (p. pr. & vb. n.)
of Gain
FAQs About the word gaining
κέρδος
of Gain
προελαύνοντας,Επιπλέων,συνεχόμενος,λειτουργικός,πηγαίνω,λειτουργική,λειτουργική,ζωντανός,τι συμβαίνει,σε εξέλιξη
συλληφθείς,τελείωσε,διακοπεί,σβησμένος,σταμάτησε,υποχωρούσα,παλινδρόμηση,οπισθοδρομικός
gaingiving => ανταπόδοση, gainfulness => κερδοφορία, gainfully => κερδοφόρα, gainful => επωφελής, gainesville => Γκέινσβιλ,