FAQs About the word gainful

επωφελής

yielding a fair profitProfitable; advantageous; lucrative.

Κερδοφόρος,Κερδοφόρος,αξίζει τον κόπο,επωφελής,οικονομικός,Ζουμερός,κερδοφόρος,κερδοφόρα,πληρωμή,Αποδοτικός

δυσμενής,ασύμφορος,μειονεκτικός

gainesville => Γκέινσβιλ, gainer => Γκέινερ, gained => κέρδισε, gainage => Κέρδος, gainable => αποκτήσιμος,