FAQs About the word remunerative

Αποδοτικός

for which money is paid, producing a sizeable profitAffording remuneration; as, a remunerative payment for services; a remunerative business.

Κερδοφόρος,Κερδοφόρος,επωφελής,οικονομικός,επωφελής,Ζουμερός,κερδοφόρος,κερδοφόρα,πληρωμή,bermanfaat

δυσμενής,ασύμφορος,μειονεκτικός

remuneration => αμοιβή , remunerating => αμοιβή, remunerated => αμειβόμενος, remunerate => αμείβουν, remunerable => αμοιβόμενος,