Greek Meaning of remuneratory
αμοιβόμενος
Other Greek words related to αμοιβόμενος
Nearest Words of remuneratory
Definitions and Meaning of remuneratory in English
remuneratory (a.)
Remunerative.
FAQs About the word remuneratory
αμοιβόμενος
Remunerative.
Αποζημιώνω,Πληρώνω,αποζημιώνω,αποπληρώνω,ξεπληρώνω,ανταμοιβή,επιστροφή χρημάτων,αποστείλω,ανταποδίδω
άκαμπτος
remunerator => αποδοτικός, remunerative => Αποδοτικός, remuneration => αμοιβή , remunerating => αμοιβή, remunerated => αμειβόμενος,