Greek Meaning of pay off
ξεπληρώνω
Other Greek words related to ξεπληρώνω
- κατακλυσμιαίος
- κρίσιμος
- αποφασίζοντας
- αποφασιστικός
- Σεισμικός
- εποχιακός
- ζωή ή θάνατος
- κρίσιμη
- σημαντικός
- κρίσιμος
- Υδατομάθεια
- αποκαλυπτικός
- κατακλυσμιαίος
- κλιμακωτό
- κορυφαίος
- κριτική
- Crossover
- στέψη
- κορυφούμενο
- μοιραίος
- προχωράμε/σταματάμε
- υψηλότερος
- ζήτημα ζωής ή θανάτου
- Ζωτικός
- κορυφαίος
- αποκαλυπτικός
- Απόγειο
- Εμμηνόπαυση
- υψηλός
- μεσημβρινός
Nearest Words of pay off
Definitions and Meaning of pay off in English
pay off (v)
yield a profit or result
eliminate by paying off (debts)
pay off (loans or promissory notes)
do or give something to somebody in return
pay someone with influence in order to receive a favor
take vengeance on or get even
FAQs About the word pay off
ξεπληρώνω
yield a profit or result, eliminate by paying off (debts), pay off (loans or promissory notes), do or give something to somebody in return, pay someone with inf
κατακλυσμιαίος,κρίσιμος,αποφασίζοντας,αποφασιστικός,Σεισμικός,εποχιακός,ζωή ή θάνατος,κρίσιμη,σημαντικός,κρίσιμος
αντικλιμακτικός,ασήμαντος,ασήμαντος,ασήμαντο,Αντικλιμάκιο,Ασημαντος,αναποφάσιστος,μη κρίσιμος
pay heed => προσέκω, pay for => πληρώνω, pay envelope => φάκελος μισθοδοσίας, pay dirt => χρυσός, pay cut => Μείωση μισθού,