Greek Meaning of apical
κορυφαίος
Other Greek words related to κορυφαίος
- αποκαλυπτικός
- κλιμακωτό
- κορυφαίος
- στέψη
- υψηλότερος
- μεσημβρινός
- αποκαλυπτικός
- Απόγειο
- κατακλυσμιαίος
- Εμμηνόπαυση
- κριτική
- Crossover
- κρίσιμος
- κορυφούμενο
- εποχιακός
- μοιραίος
- υψηλός
- ζήτημα ζωής ή θανάτου
- ζωή ή θάνατος
- σημαντικός
- κρίσιμος
- Ζωτικός
- Υδατομάθεια
- κατακλυσμιαίος
- αποφασίζοντας
- αποφασιστικός
- Σεισμικός
- κρίσιμη
- αποπληρωμή
Nearest Words of apical
Definitions and Meaning of apical in English
apical (s)
situated at an apex
apical (a.)
At or belonging to an apex, tip, or summit.
FAQs About the word apical
κορυφαίος
situated at an apexAt or belonging to an apex, tip, or summit.
αποκαλυπτικός,κλιμακωτό,κορυφαίος,στέψη,υψηλότερος,μεσημβρινός,αποκαλυπτικός,Απόγειο,κατακλυσμιαίος,Εμμηνόπαυση
αντικλιμακτικός,Αντικλιμάκιο,Ασημαντος,ασήμαντος,μη κρίσιμος,ασήμαντος,ασήμαντο,αναποφάσιστος
apiary => μελισσοκομείο, apiarist => μελισσοκόμος, apiarian => μελισσοκόμος, apian => μελισσο, apiaceous => σελινοειδή,