Greek Meaning of climactic

κλιμακωτό

Other Greek words related to κλιμακωτό

Definitions and Meaning of climactic in English

Wordnet

climactic (a)

consisting of or causing a climax

Webster

climactic (a.)

Of or pertaining to a climax; forming, or of the nature of, a climax, or ascending series.

FAQs About the word climactic

κλιμακωτό

consisting of or causing a climaxOf or pertaining to a climax; forming, or of the nature of, a climax, or ascending series.

αποκαλυπτικός,αποκαλυπτικός,Εμμηνόπαυση,κριτική,κρίσιμος,κορυφούμενο,αποφασιστικός,υψηλότερος,κρίσιμος,Υδατομάθεια

αντικλιμακτικός,Αντικλιμάκιο,Ασημαντος,αναποφάσιστος,ασήμαντος,μη κρίσιμος,ασήμαντος,ασήμαντο

climacterical => Εμμηνόπαυση, climacteric => Εμμηνόπαυση, climacter => εμμηνόπαυση, cliftonia monophylla => Μεθυστικό, cliftonia => Cliftonia,