Greek Meaning of climactic
κλιμακωτό
Other Greek words related to κλιμακωτό
- αποκαλυπτικός
- αποκαλυπτικός
- Εμμηνόπαυση
- κριτική
- κρίσιμος
- κορυφούμενο
- αποφασιστικός
- υψηλότερος
- κρίσιμος
- Υδατομάθεια
- κορυφαίος
- κατακλυσμιαίος
- στέψη
- εποχιακός
- μοιραίος
- υψηλός
- ζήτημα ζωής ή θανάτου
- ζωή ή θάνατος
- μεσημβρινός
- σημαντικός
- Απόγειο
- κατακλυσμιαίος
- κορυφαίος
- Crossover
- αποφασίζοντας
- Σεισμικός
- κρίσιμη
- αποπληρωμή
- Ζωτικός
Nearest Words of climactic
Definitions and Meaning of climactic in English
climactic (a)
consisting of or causing a climax
climactic (a.)
Of or pertaining to a climax; forming, or of the nature of, a climax, or ascending series.
FAQs About the word climactic
κλιμακωτό
consisting of or causing a climaxOf or pertaining to a climax; forming, or of the nature of, a climax, or ascending series.
αποκαλυπτικός,αποκαλυπτικός,Εμμηνόπαυση,κριτική,κρίσιμος,κορυφούμενο,αποφασιστικός,υψηλότερος,κρίσιμος,Υδατομάθεια
αντικλιμακτικός,Αντικλιμάκιο,Ασημαντος,αναποφάσιστος,ασήμαντος,μη κρίσιμος,ασήμαντος,ασήμαντο
climacterical => Εμμηνόπαυση, climacteric => Εμμηνόπαυση, climacter => εμμηνόπαυση, cliftonia monophylla => Μεθυστικό, cliftonia => Cliftonia,