Greek Meaning of climacteric
Εμμηνόπαυση
Other Greek words related to Εμμηνόπαυση
- αποκαλυπτικός
- αποκαλυπτικός
- κλιμακωτό
- κριτική
- κρίσιμος
- κορυφούμενο
- αποφασιστικός
- υψηλός
- υψηλότερος
- κρίσιμος
- Υδατομάθεια
- κορυφαίος
- κατακλυσμιαίος
- κορυφαίος
- στέψη
- εποχιακός
- μοιραίος
- ζήτημα ζωής ή θανάτου
- ζωή ή θάνατος
- μεσημβρινός
- σημαντικός
- Απόγειο
- κατακλυσμιαίος
- Crossover
- αποφασίζοντας
- Σεισμικός
- κρίσιμη
- αποπληρωμή
- Ζωτικός
Nearest Words of climacteric
Definitions and Meaning of climacteric in English
climacteric (n)
a period in a man's life corresponding to menopause
the time in a woman's life in which the menstrual cycle ends
climacteric (a.)
Relating to a climacteric; critical.
climacteric (n.)
A period in human life in which some great change is supposed to take place in the constitution. The critical periods are thought by some to be the years produced by multiplying 7 into the odd numbers 3, 5, 7, and 9; to which others add the 81st year.
Any critical period.
FAQs About the word climacteric
Εμμηνόπαυση
a period in a man's life corresponding to menopause, the time in a woman's life in which the menstrual cycle endsRelating to a climacteric; critical., A period
αποκαλυπτικός,αποκαλυπτικός,κλιμακωτό,κριτική,κρίσιμος,κορυφούμενο,αποφασιστικός,υψηλός,υψηλότερος,κρίσιμος
αντικλιμακτικός,Αντικλιμάκιο,ασήμαντος,ασήμαντος,ασήμαντο,Ασημαντος,αναποφάσιστος,μη κρίσιμος
climacter => εμμηνόπαυση, cliftonia monophylla => Μεθυστικό, cliftonia => Cliftonia, clifted => απότομος, clift => Γκρεμός,