Greek Meaning of anticlimactic

αντικλιμακτικός

Other Greek words related to αντικλιμακτικός

Definitions and Meaning of anticlimactic in English

Wordnet

anticlimactic (a)

of or relating to a sudden change from an impressive to a ludicrous style

coming after the climax especially of a dramatic or narrative plot

FAQs About the word anticlimactic

αντικλιμακτικός

of or relating to a sudden change from an impressive to a ludicrous style, coming after the climax especially of a dramatic or narrative plot

ασήμαντος,ασήμαντος,ασήμαντο,Ασημαντος,αναποφάσιστος,μη κρίσιμος

αποκαλυπτικός,Εμμηνόπαυση,κλιμακωτό,κορυφαίος,αποκαλυπτικός,κορυφαίος,κριτική,στέψη,κρίσιμος,κορυφούμενο

anticlastic => αντικλαστικός, antickt => αντίκα, anticked => αντίκα, anticivism => αντικοινωνικότητα, anticivic => αντιπολιτισμικός,