Greek Meaning of deciding
αποφασίζοντας
Other Greek words related to αποφασίζοντας
- σαφής
- Καταληκτικός
- αποφασιστικός
- οριστικός
- καθορισμένος
- προσδιοριστικό
- τελευταίο
- απόλυτος
- πειστικός
- ορισμένος
- βέβαιος
- πειστικός
- πειστικός
- διαθέσιμος
- αναμφίβολα
- αδιαμφισβήτητος
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- πειστικός
- θετικός
- σίγουρα
- λέγοντας
- αναμφίβολος
- Απάντητη
- Αμφισβητούμενος
- αδιαφιλονίκητος
- Αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αναμφισβήτητος
- αναμφισβήτητο
- Αδιαμφισβήτητο
Nearest Words of deciding
Definitions and Meaning of deciding in English
deciding (n)
the cognitive process of reaching a decision
deciding (s)
having the power or quality of deciding
deciding (p. pr. & vb. n.)
of Decide
FAQs About the word deciding
αποφασίζοντας
the cognitive process of reaching a decision, having the power or quality of decidingof Decide
σαφής,Καταληκτικός,αποφασιστικός,οριστικός,καθορισμένος,προσδιοριστικό,τελευταίο,απόλυτος,πειστικός,ορισμένος
αμφιλεγόμενος,αμφίβολος,αναποφάσιστος,αναποφάσιστος,προβληματικός,προβληματικός,αμφισβητήσιμος,ασαφές,ασαφής,αμφιλεγόμενος
decider => Αποφασιστής, decidence => Παρακμή, decidement => αποφασιστικά, decidedly => αποφασιστικά, decided => αποφάσισε,