Greek Meaning of deciduousness

Φυλλοβόλος

Other Greek words related to Φυλλοβόλος

Definitions and Meaning of deciduousness in English

Webster

deciduousness (n.)

The quality or state of being deciduous.

FAQs About the word deciduousness

Φυλλοβόλος

The quality or state of being deciduous.

σύντομος,εφήμερος,φλας,περνώντας,Προσωρινός,παροδικός,παροδικός,εφήμερος,φευγαλέος,εφήμερος

ανθεκτικός,αιώνιος,αιώνιος,αθάνατος,διαρκής,μόνιμο,αιώνιος,αδιάκοπος,Αθάνατος,ανθεκτικός

deciduous tooth => γαλακτοδόντι, deciduous plant => Φυλλοβόλο φυτό, deciduous holly => Πικροδάφνη η αποφυλλώδης, deciduous => φυλλοβόλος, deciduity => φυλλοβόλος,