Greek Meaning of interim
προσωρινός
Other Greek words related to προσωρινός
- προσωρινός
- Προσωρινός
- μεταβατικός
- προσωρινός
- εναλλασσόμενος
- προσωρινός
- προσωρινός
- βραχυπρόθεσμος
- Υποκριτική
- υπό όρους
- εφήμερος
- πρόσφορος
- φευγαλέος
- Προσωρινός
- αυτοσχέδιος
- μεσάζοντας
- μεσαίο
- περιορισμένος
- προσωρινός
- πληρεξούσιος
- κατάλληλος
- Βραχύβιος
- βραχυχρόνιο
- αντικαταστάτης
- προσωρινός
- τερματισμός
- παροδικός
Nearest Words of interim
- interhyal => μεσαίο υοειδές
- interhemal => Μεσοακανθικός
- interhaemal => μεταξύ των ερυθρών αιμοσφαιρίων
- inter-group communication => δια-ομαδική επικοινωνία
- intergraving => χάραξη
- intergraven => χαραγμένο
- intergraved => χαραγμένο
- intergrave => θάβω (thawo)
- interglobular => μεσοσφαιρικός
- interganglionic => μεσογαγγλιακό
- interim overhaul => Ενδιάμεση επισκευή
- interior => εσωτερικός
- interior angle => Εσωτερική γωνία
- interior decorating => Εσωτερική διακόσμηση
- interior decoration => Εσωτερική διακόσμηση
- interior decorator => Διακοσμητής εσωτερικών χώρων
- interior department => Υπουργείο Εσωτερικών
- interior design => Εσωτερικός σχεδιασμός
- interior designer => εσωτερικός σχεδιαστής
- interior door => Εσωτερική πόρτα
Definitions and Meaning of interim in English
interim (n)
the time between one event, process, or period and another
interim (s)
serving during an intermediate interval of time
interim (n.)
The meantime; time intervening; interval between events, etc.
A name given to each of three compromises made by the emperor Charles V. of Germany for the sake of harmonizing the connecting opinions of Protestants and Catholics.
FAQs About the word interim
προσωρινός
the time between one event, process, or period and another, serving during an intermediate interval of timeThe meantime; time intervening; interval between even
προσωρινός,Προσωρινός,μεταβατικός,προσωρινός,εναλλασσόμενος,προσωρινός,προσωρινός,βραχυπρόθεσμος,Υποκριτική,υπό όρους
τελικός,σταθερός,μακροπρόθεσμος,μόνιμο,διευρυμένο,διαρκής,σετ,εγκαταστημένος,όρθιος,άνευ όρων
interhyal => μεσαίο υοειδές, interhemal => Μεσοακανθικός, interhaemal => μεταξύ των ερυθρών αιμοσφαιρίων, inter-group communication => δια-ομαδική επικοινωνία, intergraving => χάραξη,