Greek Meaning of tentative

προσωρινός

Other Greek words related to προσωρινός

Definitions and Meaning of tentative in English

Wordnet

tentative (s)

under terms not final or fully worked out or agreed upon

unsettled in mind or opinion

Webster

tentative (a.)

Of or pertaining to a trial or trials; essaying; experimental.

Webster

tentative (n.)

An essay; a trial; an experiment.

FAQs About the word tentative

προσωρινός

under terms not final or fully worked out or agreed upon, unsettled in mind or opinionOf or pertaining to a trial or trials; essaying; experimental., An essay;

υπό όρους,εξαρτημένος,εξαρτώμενος (από ή από),(υπόκειται (σε)),αμφιλεγόμενος,αμφίβολος,αμφίβολο,υπεύθυνος,περιορισμένος,τροποποιημένο

ολοκληρωμένο,ανεξάρτητος,τέλειο,απλός,συνολικό,άνευ όρων,απόλυτος,βασικό,βασικός,κατηγορηματικός

tentation => πειρασμός, tentage => σκηνές, tentaculum => πλοκάμι, tentaculocyst => Τεντακουλοκύστη, tentaculite => Τεντακουλίτης,