Greek Meaning of contingent (on or upon)

εξαρτώμενος (από ή από)

Other Greek words related to εξαρτώμενος (από ή από)

Definitions and Meaning of contingent (on or upon) in English

contingent (on or upon)

No definition found for this word.

FAQs About the word contingent (on or upon)

εξαρτώμενος (από ή από)

υπό όρους,εξαρτημένος,(υπόκειται (σε)),προσωρινός,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος,αμφίβολος,αμφίβολο,υπεύθυνος,περιορισμένος

ολοκληρωμένο,ανεξάρτητος,τέλειο,απλός,συνολικό,απόλυτος,άνευ όρων,απόλυτος,βασικό,βασικός

contingencies => απρόβλεπτες περιστάσεις, continents => ήπειροι, Continentals => Ηπειρωτικός Στρατός, contexture => συνοχή, contests => διαγωνισμοί,