Greek Meaning of contends (with)
ανταγωνίζεται (μαζί με)
Other Greek words related to ανταγωνίζεται (μαζί με)
- διευθύνσεις
- παλεύει με
- λαβές
- Διαχειρίζεται
- χειρίζεται
- διαπραγματεύεται
- παίρνει
- λιχουδιές
- Αντιμετωπίζει (με)
- πεδία
- χάκς
- ελιγμοί
- παίζει
- κούνιες
- φέρνει
- παίρνει
- εκτελεί
- εντολές
- στοιχεία ελέγχου
- κατευθύνει
- μηχανικοί
- λεπτές αποχρώσεις
- κατεβαίνει
- οδηγοί
- ζοκέι
- τραβάει
- αντιδρά (σε)
- ρυθμίζει
- ανταποκρίνεται (σε)
- κατευθύνει
Nearest Words of contends (with)
- contends => Ισχυρίζεται
- contending (with) => (με) αντιμαχόμενος
- contending => ανταγωνιζόμενος
- contended (with) => ικανοποιημένος με/με κάτι
- contended => αμφισβητούμενο
- contend (with) => ανταγωνίζομαι (με)
- contempts => περιφρόνηση
- contemporizing => Εκσυγχρονίζω
- contemplations => σκέψεις
- contemplating => στοχαστικός
- contenting => Περιεχόμενο
- contentions => Αντεγκλήσεις
- contentments => ευχαρίστηση
- contesting => διαγωνιζόμενος
- contests => διαγωνισμοί
- contexture => συνοχή
- Continentals => Ηπειρωτικός Στρατός
- continents => ήπειροι
- contingencies => απρόβλεπτες περιστάσεις
- contingent (on or upon) => εξαρτώμενος (από ή από)
Definitions and Meaning of contends (with) in English
contends (with)
to deal with (something difficult or unpleasant)
FAQs About the word contends (with)
ανταγωνίζεται (μαζί με)
to deal with (something difficult or unpleasant)
διευθύνσεις,παλεύει με,λαβές,Διαχειρίζεται,χειρίζεται,διαπραγματεύεται,παίρνει,λιχουδιές,Αντιμετωπίζει (με),πεδία
γκάφες,στραβοπατήματα,τσαπατσουλιά,κάνει λάθος,χαντακώνω,χειρίζεται άσχημα,μανίκια,φουνταδόροι,ψείρες,Μπερδέματα
contends => Ισχυρίζεται, contending (with) => (με) αντιμαχόμενος, contending => ανταγωνιζόμενος, contended (with) => ικανοποιημένος με/με κάτι, contended => αμφισβητούμενο,