Greek Meaning of problematic

προβληματικός

Other Greek words related to προβληματικός

Definitions and Meaning of problematic in English

Wordnet

problematic (s)

open to doubt or debate

making great mental demands; hard to comprehend or solve or believe

FAQs About the word problematic

προβληματικός

open to doubt or debate, making great mental demands; hard to comprehend or solve or believe

περίπλοκος,δύσκολο,κολλώδης,ελκυστικός,σύνθετος,λεπτός,ύποπτος,τριχωτός,κουτουρού,βρώμικο

εύκολος,ανεπιτήδευτος,διαχειρίσιμος,ανώδυνος,απλός,απλός,απλός,ανεπιτήδευτο,απρόβλητος

problem solving => επίλυση προβλημάτων, problem solver => Επίλυση προβλημάτων, probity => Ακεραιότητα, probiotic microflora => Προβιοτική μικροχλωρίδα, probiotic flora => Προβιοτική χλωρίδα,