Greek Meaning of problematically
προβληματικά
Other Greek words related to προβληματικά
- περίπλοκος
- δύσκολο
- κολλώδης
- ελκυστικός
- σύνθετος
- λεπτός
- ύποπτος
- τριχωτός
- κουτουρού
- βρώμικο
- οδυνηρός
- ευαίσθητος
- σοβαρός
- ακανθώδης
- ακανθώδης
- γαργαλιστικός
- ευαίσθητος
- σκληρός
- πονηρός
- δύσκολος
- ενοχλητικός
- αφηρημένος
- Ασαφής
- βαρύς
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- εξαντλητικός
- σκληρός
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- σύνθετο
- εμπλεκόμενος
- Βαρύ
- καταπιεστικός
- ακανθώδης
- απόκρυφος
- τραχύς
- αγχωτικό
- πεισματάρης
- ταραγμένος
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- ανησυχητικός
Nearest Words of problematically
- problematical => προβληματικός
- problematic => προβληματικός
- problem solving => επίλυση προβλημάτων
- problem solver => Επίλυση προβλημάτων
- probity => Ακεραιότητα
- probiotic microflora => Προβιοτική μικροχλωρίδα
- probiotic flora => Προβιοτική χλωρίδα
- probiotic bacterium => προβιοτικό βακτήριο
- probiotic => προβιοτικά
- probing => διερεύνηση
- problem-oriented language => Γλώσσα προσανατολισμένη στο πρόβλημα
- proboscidea => Ρυγχωτά
- proboscidea arenaria => Προβοσκιδωτά
- proboscidea fragrans => προβοσκιδέα η μυρωδάτη
- proboscidea louisianica => Proboscidea louisianica
- proboscidean => Προβοσκίδες
- proboscidian => Προβοσκιδωτά
- proboscis => Προβοσκίδα
- proboscis flower => Λουλούδι με προβοσκίδα
- proboscis monkey => Πιθηκοπρόσωπος
Definitions and Meaning of problematically in English
problematically (r)
in such a way as to pose a problem
FAQs About the word problematically
προβληματικά
in such a way as to pose a problem
περίπλοκος,δύσκολο,κολλώδης,ελκυστικός,σύνθετος,λεπτός,ύποπτος,τριχωτός,κουτουρού,βρώμικο
εύκολος,ανεπιτήδευτος,διαχειρίσιμος,ανώδυνος,απλός,απλός,απλός,ανεπιτήδευτο,απρόβλητος
problematical => προβληματικός, problematic => προβληματικός, problem solving => επίλυση προβλημάτων, problem solver => Επίλυση προβλημάτων, probity => Ακεραιότητα,