Greek Meaning of probing

διερεύνηση

Other Greek words related to διερεύνηση

Definitions and Meaning of probing in English

Wordnet

probing (s)

diligent and thorough in inquiry or investigation

FAQs About the word probing

διερεύνηση

diligent and thorough in inquiry or investigation

εξέταση,εξερεύνηση,ερώτημα,έρευνα,ανιχνευτής,Μελέτη,εμβάθυνση,διατριβή,έρευνα,Ιερά Εξέταση

No antonyms found.

probenecid => Προβενεσίδη, probe => ανιχνευτής, probatory => αποδεικτικός, probative => αποδεικτικός, probationer => δοκιμαστικός υπάλληλος,