Greek Meaning of probing
διερεύνηση
Other Greek words related to διερεύνηση
- εξέταση
- εξερεύνηση
- ερώτημα
- έρευνα
- ανιχνευτής
- Μελέτη
- εμβάθυνση
- διατριβή
- έρευνα
- Ιερά Εξέταση
- Επιθεώρηση
- αναστολή
- έρευνα
- έλεγχος
- πρόκληση
- έλεγχος
- έλεγχος
- Αντεξέταση
- διάγνωση
- εξέταση
- Κεραια
- ψησιμο
- ακρόαση
- ανάκριση
- δημοσκόπηση
- ερώτημα
- αναζήτηση
- ερώτηση
- ερωτηματολόγιο
- επανέλεγχος
- αναζήτηση ψυχής
- έρευνα
- δίκη
Nearest Words of probing
- probenecid => Προβενεσίδη
- probe => ανιχνευτής
- probatory => αποδεικτικός
- probative => αποδεικτικός
- probationer => δοκιμαστικός υπάλληλος
- probationary => δοκιμαστικός
- probation officer => Υπάλληλος επιτήρησης
- probation => αναστολή
- probate will => Επικυρωμένη διαθήκη
- probate court => δικαστήριο κληρονομιών
- probiotic => προβιοτικά
- probiotic bacterium => προβιοτικό βακτήριο
- probiotic flora => Προβιοτική χλωρίδα
- probiotic microflora => Προβιοτική μικροχλωρίδα
- probity => Ακεραιότητα
- problem solver => Επίλυση προβλημάτων
- problem solving => επίλυση προβλημάτων
- problematic => προβληματικός
- problematical => προβληματικός
- problematically => προβληματικά
Definitions and Meaning of probing in English
probing (s)
diligent and thorough in inquiry or investigation
FAQs About the word probing
διερεύνηση
diligent and thorough in inquiry or investigation
εξέταση,εξερεύνηση,ερώτημα,έρευνα,ανιχνευτής,Μελέτη,εμβάθυνση,διατριβή,έρευνα,Ιερά Εξέταση
No antonyms found.
probenecid => Προβενεσίδη, probe => ανιχνευτής, probatory => αποδεικτικός, probative => αποδεικτικός, probationer => δοκιμαστικός υπάλληλος,