Greek Meaning of research
έρευνα
Other Greek words related to έρευνα
- εξέταση
- εξερεύνηση
- ερώτημα
- έρευνα
- Μελέτη
- εμβάθυνση
- διατριβή
- έρευνα
- Ιερά Εξέταση
- Επιθεώρηση
- αναστολή
- ανιχνευτής
- διερεύνηση
- έρευνα
- έλεγχος
- πρόκληση
- έλεγχος
- έλεγχος
- Αντεξέταση
- διάγνωση
- εξέταση
- ψησιμο
- ακρόαση
- ανάκριση
- δημοσκόπηση
- ερώτημα
- αναζήτηση
- ερώτηση
- ερωτηματολόγιο
- επανεξέταση
- επανέλεγχος
- αναζήτηση ψυχής
- δίκη
Nearest Words of research
- re-search => επανέρευνα
- research center => Κέντρο έρευνας
- research colloquium => Ερευνητικό συνέδριο
- research director => Διευθυντής έρευνας
- research facility => ερευνητική εγκατάσταση
- research lab => Ερευνητικό εργαστήριο
- research laboratory => Ερευνητικό εργαστήριο
- research project => ερευνητικό πρόγραμμα
- research rocket => Πύραυλος έρευνας
- research staff => Ερευνητικό προσωπικό
Definitions and Meaning of research in English
research (n)
systematic investigation to establish facts
a search for knowledge
research (v)
attempt to find out in a systematically and scientific manner
inquire into
research (n.)
Diligent inquiry or examination in seeking facts or principles; laborious or continued search after truth; as, researches of human wisdom.
research (v. t.)
To search or examine with continued care; to seek diligently.
FAQs About the word research
έρευνα
systematic investigation to establish facts, a search for knowledge, attempt to find out in a systematically and scientific manner, inquire intoDiligent inquiry
εξέταση,εξερεύνηση,ερώτημα,έρευνα,Μελέτη,εμβάθυνση,διατριβή,έρευνα,Ιερά Εξέταση,Επιθεώρηση
No antonyms found.
reseal => ξανασφραγίζω, rese => Ρητίνη, rescussor => διασώστης, rescussee => διασωθείς, rescuing => διάσωση,