Greek Meaning of delving

εμβάθυνση

Other Greek words related to εμβάθυνση

Definitions and Meaning of delving in English

Webster

delving (p. pr. & vb. n.)

of Delve

FAQs About the word delving

εμβάθυνση

of Delve

εξέταση,εξερεύνηση,ερώτημα,έρευνα,ανιχνευτής,διερεύνηση,έρευνα,Μελέτη,διατριβή,έρευνα

γέμιση,λείανση (out ή over)

delver => ανασκαφέας, delved => εμβαθύνθηκε, delve => διερευνώ, deluxe => ντελούξ, delusory => παραπλανητικός,