Greek Meaning of delving
εμβάθυνση
Other Greek words related to εμβάθυνση
- εξέταση
- εξερεύνηση
- ερώτημα
- έρευνα
- ανιχνευτής
- διερεύνηση
- έρευνα
- Μελέτη
- διατριβή
- έρευνα
- Ιερά Εξέταση
- Επιθεώρηση
- αναστολή
- έλεγχος
- πρόκληση
- έλεγχος
- έλεγχος
- Αντεξέταση
- διάγνωση
- εξέταση
- Κεραια
- ψησιμο
- ακρόαση
- ανάκριση
- δημοσκόπηση
- ερώτημα
- αναζήτηση
- ερώτηση
- ερωτηματολόγιο
- επανεξέταση
- επανέλεγχος
- αναζήτηση ψυχής
- έρευνα
- δίκη
Nearest Words of delving
Definitions and Meaning of delving in English
delving (p. pr. & vb. n.)
of Delve
FAQs About the word delving
εμβάθυνση
of Delve
εξέταση,εξερεύνηση,ερώτημα,έρευνα,ανιχνευτής,διερεύνηση,έρευνα,Μελέτη,διατριβή,έρευνα
γέμιση,λείανση (out ή over)
delver => ανασκαφέας, delved => εμβαθύνθηκε, delve => διερευνώ, deluxe => ντελούξ, delusory => παραπλανητικός,