Greek Meaning of filling (in)
γέμιση
Other Greek words related to γέμιση
- συμβουλεύοντας
- ενημέρωση
- προλαβαίνω
- Ενημέρωση
- διδάσκοντας
- λέγοντας
- Γνωριμία
- ειδοποίηση
- ανακοίνωση (προς)
- ενημέρωση
- εκκαθάριση
- ένδειξη
- υπονοώντας (σε)
- αποκάλυψη (σε)
- εκπαίδευση
- διαφωτιστικός
- εξοικείωση
- ενημερώνω (κάποιον)
- ενημέρωση κάποιου
- ειδοποίηση
- διδασκαλία
- σοφότερος
- διαφημίσεις
- διαβεβαιωτικός
- πιστοποίηση
- πειστικός
- hipping
- ομιλητής
- καθησυχαστικός
- φοίτηση
- Ιδιαίτερα μαθήματα
- στίχος
- εγγυημένος
Nearest Words of filling (in)
- filling (out) => συμπλήρωση (έξω)
- filling (up) => πλήρωση (προς τα πάνω)
- filling in => Γέμιση
- filling the bill => πληρώντας το αντίτιμο
- fillips => φλιπς
- fills => γεμίζει
- fills (in) => γεμίζει (σε)
- fills the bill => ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις
- filmland => ο κινηματογραφικός κόσμος
- filmmaking => Κινηματογραφία
Definitions and Meaning of filling (in) in English
filling (in)
to enrich (something, such as a design) with detail, to fill a vacancy usually temporarily, someone or something that fills in, to give necessary or recently acquired information to, to furnish with specified information
FAQs About the word filling (in)
γέμιση
to enrich (something, such as a design) with detail, to fill a vacancy usually temporarily, someone or something that fills in, to give necessary or recently ac
συμβουλεύοντας,ενημέρωση,προλαβαίνω,Ενημέρωση,διδάσκοντας,λέγοντας,Γνωριμία,ειδοποίηση,ανακοίνωση (προς),ενημέρωση
Παραπλανητικό,Παραπλανητικός
fillers => πληρωτικά υλικά, filled the bill => ήταν κατάλληλη, filled in => γεμάτος, filled (up) => γεμάτο, filled (out) => Γεμάτο (έξω),