Greek Meaning of fill (in)

συμπληρώνω (σε)

Other Greek words related to συμπληρώνω (σε)

Definitions and Meaning of fill (in) in English

FAQs About the word fill (in)

συμπληρώνω (σε)

αντίγραφο ασφαλείας,αντικατάσταση,αντικαταστάτης,εναλλασσόμενος,βοηθός,εξώφυλλο,ανάγλυφο<br>,εφεδρεία,Αντικαταστάτης,υπότιτλος

Παραπλανάω,Παραπλανώ

filings => εντάλματα, filigrees => φιλγκράμ, filigreeing => φιλιγκράν, filibustered => ανέκοψε, files => αρχεία,