Greek Meaning of filigreeing
φιλιγκράν
Other Greek words related to φιλιγκράν
- κυρίαρχος
- πλέξιμο
- καταδίωξη
- κέντημα
- φτέρωμα
- υπολογισμός
- Φιλετάρισμα
- Καθίζηση
- φάρδος
- κρόσσια
- φουρό
- στεφάνια
- κρεμαστό
- κοσμήματα
- κορδόνια
- Ζωγραφική
- ταινιοσκόπηση
- στεφάνι
- αρίχνω
- ομορφαίνω (κάτι)
- κομπασμός
- φωτεινό
- αναζωογονητικός
- επιχρύσωση
- πλουτισμένο με μαργαριτάρια
- κοσμήματα
- παγίδευση
- αξεσουάρ
- ρόμβος
- ντύσιμο
- έξυπνος
- απάτη (έξω)
- διακοσμώντας
- διάταξη
- Εξώραϊση
- στολισμός
- οικόσημο
- παράφερνα
- δάπεδο βεράντας
- διακόσμηση
- κάνει
- κουρτίνα
- σάλτσα
- στολισμός
- φλογερός
- Ανάγλυφη εκτύπωση
- εμπλουτίζων
- Γιρλάντες
- γαρνίρισμα
- gemming
- διακοσμώντας
- διακοσμώντας
- Κοπή
- Διακόσμηση
- επισκευάζω
- ντύσιμο
- Διακόσμηση
- Επιτήδευση
- Λαμπυρίζει (ή στολισμένο)
- να φτιάχνομαι
- μαργαριταρένιο
- στολισμός
- αναδιακόσμηση
- επανεκτέλεση
Nearest Words of filigreeing
Definitions and Meaning of filigreeing in English
filigreeing
ornamental work especially of fine wire of gold, silver, or copper applied chiefly to gold and silver surfaces, ornamental work of delicate or complicated design done so as to show openings through the material, ornamental work especially of fine wire applied chiefly to gold and silver surfaces, to adorn with or as if with filigree, a pattern or design resembling such openwork, ornamental openwork of delicate or intricate design, ornamentation, embellishment, a pattern or design resembling such work
FAQs About the word filigreeing
φιλιγκράν
ornamental work especially of fine wire of gold, silver, or copper applied chiefly to gold and silver surfaces, ornamental work of delicate or complicated desig
κυρίαρχος,πλέξιμο,καταδίωξη,κέντημα,φτέρωμα,υπολογισμός,Φιλετάρισμα,Καθίζηση,φάρδος,κρόσσια
Ατέλεια,δυσφημούντες,παραμορφωτικός,αποσυναρμολόγηση,Εμφανίζοντας,εκθέτω,φθορά,αποκαλυπτικός,ουλή,απλούστευση
filibustered => ανέκοψε, files => αρχεία, figuring out => καταλαβαίνοντας, figuring on => υπολογίζοντας, figuring in => περιλαμβάνεται,