FAQs About the word doing

κάνει

of Do, Anything done; a deed; an action good or bad; hence, in the plural, conduct; behavior. See Do.

επίτευγμα,Πράξη,ενέργεια,πράξη,κατόρθωμα,πράγμα,επίτευγμα,δραστηριότητα,εμπειρία,εκμεταλλεύομαι

αποτυχημένος,υποτιμητικό,οικονομία,μιλάω ακατάληπτα

doily => δαντέλα, doi => doi, dohtren => δόγμα, doha => Ντόχα, doh => ζύμη,