Greek Meaning of handiwork
Χειροτεχνία
Other Greek words related to Χειροτεχνία
- προϊόν
- παραγωγή
- δουλειά
- απόδοση
- υπόθεση
- Φρούτο
- Εργασία
- αντικείμενο
- Αποτέλεσμα
- έξοδος
- Παραγωγή
- Αποτέλεσμα
- συνισταμένη
- πράγμα
- άρθρο
- εμπόρευμα
- Συμπέρασμα
- συνέπεια
- συνέπεια
- παράγωγος
- ανάπτυξη
- αποτέλεσμα
- καταχώριση
- αγαθά
- χειροτεχνία
- Χειροτεχνία
- ζήτημα
- γραμμή
- εμπορεύματα
- απόγονος
- ανάπτυξη
- συνέχεια
- ακολουθία
- παρενέργεια
- αποτέλεσμα
- Εμπορεύματα
Nearest Words of handiwork
Definitions and Meaning of handiwork in English
handiwork (n)
a work produced by hand labor
handiwork (n.)
Work done by the hands; hence, any work done personally.
FAQs About the word handiwork
Χειροτεχνία
a work produced by hand laborWork done by the hands; hence, any work done personally.
προϊόν,παραγωγή,δουλειά,απόδοση,υπόθεση,Φρούτο,Εργασία,αντικείμενο,Αποτέλεσμα,έξοδος
No antonyms found.
handiron => τανάλια, handing over => παράδοση, handing => δίνοντας, handiness => ευχρηστία, handily => εύκολα,