Greek Meaning of handicapping
αναπηρία
Other Greek words related to αναπηρία
- ντροπιαστικός
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- αποκλεισμός
- απόφραξη
- περιοριστική
- καθυστέρηση
- ανησυχητικός
- επιβαρυντικός
- απογοητευτικός
- χειροπέδες
- Κούτσαινε
- ανασταλτικός
- Ρινινγκ
- συγκρατημένος
- δεσμώτης
- Βραχυκύκλωμα
- ματαιώνοντας
- Περιορισμός
- δέσιμο
- δέσιμο
- κράμπες
- δεσμευτικό
- δέσιμο χοίρων
- συγκράτηση
- παρεμβαίνω (σε)
- εμποδίζοντας
- δέσιμο
- δέσιμο
- συναρπαστικός
- απορίας άξιο
- αντίσταση
- οδοφράγματα
- υποχρεωτικός
- Αποκλεισμός
- αλυσοποίηση
- έλεγχος
- ασφυξία
- περιοριστικός
- κράσπεδο
- εκτροχιάζοντας
- απορρόφηση
- τρεμάμενος
- λουριά
- αλυσοδένοντας
- κολλημένος
- φίμωση
- καταπιεστικός
- διατήρηση
- Καθυστερημένος
- ασφυκτικός
- αποπνικτικός
- εκπληκτικά
- ασφυκτικός
- σύνδεση μέσω ενός δικτύου
- περιοριστικός
- βάλτωμα
- φρενάρισμα
- Στένω ο στύλ κάποιου
- δίνει δύσκολο χρόνο
- Αντιστάθμιση κινδύνου (σε)
- κρατώντας
- εμπόδιο
- σαμποτάροντας
- κατασταλτικός
Nearest Words of handicapping
- handicapper => άτομο με ειδικές ανάγκες
- handicapped person => Άτομο με αναπηρία
- handicapped => Ανάπηροι
- handicap => αναπηρία
- hand-hole => χερολαβή
- handhold => λαβή
- hand-hewn => σκαλισμένος στο χέρι
- hand-held microcomputer => Χειροκίνητος μικροϋπολογιστής
- handheld drill => Χειροκίνητο τρυπάνι
- hand-held computer => Υπολογιστής χειρός
Definitions and Meaning of handicapping in English
handicapping (p. pr. & vb. n.)
of Handicap
FAQs About the word handicapping
αναπηρία
of Handicap
ντροπιαστικός,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,αποκλεισμός,απόφραξη,περιοριστική,καθυστέρηση,ανησυχητικός
βοήθεια,βοήθεια,διευκολυντικό,βοηθητικός,άνοιγμα,εκκαθάριση,ενθαρρυντικός,απελευθερωτικό,περαιτέρω,απελευθερωτικός
handicapper => άτομο με ειδικές ανάγκες, handicapped person => Άτομο με αναπηρία, handicapped => Ανάπηροι, handicap => αναπηρία, hand-hole => χερολαβή,