FAQs About the word loosening

χαλάρωση

an occurrence of control or strength weakening, the act of making something less tightof Loosen

αποσπώντας,χαλάρωση,χαλαρωτικό,χαλάρωση,αμέλεια,ακύρωση,ξεκούμπωμα,απελευθερωτικό,απόδεση,λύσιμο

υποχρεωτικός,Τέντωμα,stretching,σύσφιξη,συνδέω,στερέωση,συγκρατημένος,τεταμένη,τάση,δέσιμο

looseness of the bowels => Διάρροια, looseness => χαλαρότητα, loosener => χαλαρωτικό, loosened => χαλαρός, loosen up => χαλάρωσε,