FAQs About the word slacking

αμέλεια

the evasion of work or dutyof Slacken

ρελαντί,Επίσημη αργία,τεμπελιάζω,ανάπαυση,ανάσα,γιορτή,αναστολή εργασίας,αργία,προσωρινός,διάλειμμα

υποχρεωτικός,Τέντωμα,stretching,σύσφιξη,συνδέω,στερέωση,συγκρατημένος,τεταμένη,τάση,δέσιμο

slacker => τεμπέλης, slackening => χαλάρωση, slackened => χαλάρωσε, slacken off => χαλαρώνω, slacken => χαλαρώνω,