Greek Meaning of slagged

κουρασμένος

Other Greek words related to κουρασμένος

Definitions and Meaning of slagged in English

Webster

slagged (imp. & p. p.)

of Slag

FAQs About the word slagged

κουρασμένος

of Slag

κατηγορηθεί,καταγγελμένος,ελαττωματικό,χτύπησε,καταδικασμένος,κριτικάρετε,επιτέθηκε,ανατιναγμένη,λογοκριμένος,μαστιγωμένος

εγκρίθηκε,επαίνεσε,ενέκρινε,υμνεί,εγκεκριμένος,επαινεμένος,προτεινόμενο,κυρώσεις,επαινέθηκε

slag code => Κώδικας μεταλλουργικής σκωρίας, slag => σκωρία, slade => Σλέιντ, slacks => παντελόνι, slackness => χαλάρωση,